ελληνόπουλο — το παιδί Ελλήνων γονιών, ελληνόπαιδο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-πουλο — ΝΜ κατάλ. υποκορ. ουδ. τής Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής η οποία προέρχεται από το ουδ. τής κατάλ. πουλος* (< λατ. pullus «νεοσσός»). Η κατάλ. αυτή απαντά αρχικά σε λ. που δηλώνουν νεοσσούς, μικρά πουλιών (πρβλ. αετό πουλο, ορνιθό πουλο), στη … Dictionary of Greek
αρχέλαος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ηρακλείδης, γιος του κατακτητή του Άργους Τημένου, που τον έδιωξαν οι αδελφοί του και πήγε στον βασιλιά της Μακεδονίας Κισσέα. Εκείνος του υποσχέθηκε ότι θα του δώσει σύζυγο την κόρη του, αν τον βοηθούσε σε μια δύσκολη… … Dictionary of Greek
αρχοντόπουλο — το το παιδί που κατάγεται από άρχοντες. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρχοντας + πουλο (κατάλ. ουδ. ουσ. με σημασία «μικρό, παιδί» πρβλ. βασιλόπουλο, ελληνόπουλο, κεφαλόπουλο)] … Dictionary of Greek
ελληνόπαις — ο, η Ελληνόπουλο … Dictionary of Greek
Βλέσσας, Γεώργιος — (Σμύρνη 1910 –). Εκδότης λογοτεχνικών περιοδικών και συγγραφέας. Εγκαταστάθηκε στην Αθήνα μετά τη Μικρασιατική καταστροφή του 1922. Σε ηλικία μόλις 18 ετών εξέδωσε το περιοδικό Ελληνόπουλο και στη συνέχεια τον Παιδικό Κόσμο (1930) και το Θέατρο… … Dictionary of Greek
παιδικά περιοδικά — Περιοδικά έντυπα, γραμμένα ειδικά για παιδιά ή έντυπα που γράφονται από παιδιά, κυρίως της μέσης εκπαίδευσης, αλλά συχνά και της δημοτικής. Από τα πρώτα, αξιολογότερο περιοδικό θεωρείται η Διάπλασις των Παίδων, παρά το γεγονός ότι, στα νεότερα… … Dictionary of Greek